πολύυπνος

πολύυπνος
πολύυπνος
bestowing sound sleep
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολύυπνος — ον, Α αυτός που επιφέρει βαθύ ύπνο («ἠρεμίη πολύυπνος», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + υπνος (< ὕπνος), πρβλ. ωμό υπνος] …   Dictionary of Greek

  • πολύυπνον — πολύυπνος bestowing sound sleep masc/fem acc sg πολύυπνος bestowing sound sleep neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυυπνία — και πολυπνία, ἡ, Μ [πολύυπνος] η ιδιότητα τού πολύυπνου …   Dictionary of Greek

  • ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… …   Dictionary of Greek

  • πολυύπνωι — πολυύπνῳ , πολύυπνος bestowing sound sleep masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”